- εὐάλωτον
- εὐάλωτοςeasy to be takenmasc/fem acc sgεὐάλωτοςeasy to be takenneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευάλωτος — η, ο (Α εὐάλωτος, ον) 1. αυτός που κυριεύεται ή συλλαμβάνεται εύκολα («ευάλωτο φρούριο») 2. αυτός που γίνεται εύκολα υποχείριος άλλου, αυτός που έχει αδύνατο χαρακτήρα, ο ενδοτικός, ο υποχωρητικός («ευάλωτος δικαστής») 3. ιατρ. αυτός που… … Dictionary of Greek